Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
προτίθημι
προτιμάω
προτίμησις
προτιμωρέω
προτιόσσομαι
προτίω
προτολμάομαι
προτομή
προτονίζω
πρότονοι
προτοῦ
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
View word page
προτιμωρέω
προτιμωρέω fut. ήσω to help beforehand or first, τινί Thuc.:—Mid. to revenge oneself before, Thuc.
ShortDef
to help beforehand
Debugging
Headword:
προτιμωρέω
Headword (normalized):
προτιμωρέω
Headword (normalized/stripped):
προτιμωρεω
IDX:
28476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28509
Key:
protimwre/w
Data
{'content': 'προτιμωρέω\n fut. ήσω\n to help beforehand or first, τινί Thuc.:—Mid. to revenge oneself before, Thuc.', 'key': 'protimwre/w'}