Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
προτίθημι
προτιμάω
προτίμησις
προτιμωρέω
προτιόσσομαι
προτίω
προτολμάομαι
προτομή
προτονίζω
πρότονοι
View word page
προτεύχω
προτεύχω to do beforehand:—perf. pass. inf. προτετύχθαι, to have happened beforehand, to be past, Il.

ShortDef

to do beforehand

Debugging

Headword:
προτεύχω
Headword (normalized):
προτεύχω
Headword (normalized/stripped):
προτευχω
IDX:
28472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28505
Key:
proteu/xw

Data

{'content': 'προτεύχω\n to do beforehand:—perf. pass. inf. προτετύχθαι, to have happened beforehand, to be past, Il.', 'key': 'proteu/xw'}