Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
προτίθημι
προτιμάω
προτίμησις
προτιμωρέω
προτιόσσομαι
προτίω
προτολμάομαι
προτομή
View word page
προτέρω
προτέρω from πρό, as ἀποτέρω from ἀπό further, forwards, Hom.; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτʼ ἔρις γένετʼ the quarrel would have gone further, Il.
ShortDef
further, forwards
Debugging
Headword:
προτέρω
Headword (normalized):
προτέρω
Headword (normalized/stripped):
προτερω
IDX:
28470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28503
Key:
prote/rw
Data
{'content': 'προτέρω\n from πρό, as ἀποτέρω from ἀπό\n further, forwards, Hom.; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτʼ ἔρις γένετʼ the quarrel would have gone further, Il.', 'key': 'prote/rw'}