Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προτέγιον
προτείνω
προτέλειος
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
προτίθημι
προτιμάω
προτίμησις
προτιμωρέω
προτιόσσομαι
View word page
προτερέω
προτερέω πρότερος to be before, be in advance, Hdt.; πρ. τῆς ὁδοῦ to be forward on the way, Hdt. to be beforehand, take the lead, Thuc. to gain an advantage, Philipp. ap. Dem.

ShortDef

to be before, be in advance

Debugging

Headword:
προτερέω
Headword (normalized):
προτερέω
Headword (normalized/stripped):
προτερεω
IDX:
28467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28500
Key:
protere/w

Data

{'content': 'προτερέω\n πρότερος\n to be before, be in advance, Hdt.; πρ. τῆς ὁδοῦ to be forward on the way, Hdt.\n to be beforehand, take the lead, Thuc.\n to gain an advantage, Philipp. ap. Dem.', 'key': 'protere/w'}