Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
View word page
ἀγροικία
ἀγροικία rusticity, boorishness, coarseness, Plat.
ShortDef
rusticity, boorishness, coarseness
Debugging
Headword:
ἀγροικία
Headword (normalized):
ἀγροικία
Headword (normalized/stripped):
αγροικια
IDX:
285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n285
Key:
a)groiki/a
Data
{'content': 'ἀγροικία\n rusticity, boorishness, coarseness, Plat.', 'key': 'a)groiki/a'}