Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προτάσσω
προτέγιον
προτείνω
προτέλειος
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
προτίθημι
προτιμάω
προτίμησις
προτιμωρέω
View word page
προτεραῖος
προτεραῖος προτεραῖος, α, ον πρότερος on the day before, τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ Plat.; c. gen., τῇ πρ. ἡμέρᾳ τῆς μάχης Thuc.:—more commonly alone, τῇ προτεραίᾳ (sub. ἡμέρᾳ) , Lat. pridie, Hdt., etc.

ShortDef

on the day before

Debugging

Headword:
προτεραῖος
Headword (normalized):
προτεραῖος
Headword (normalized/stripped):
προτεραιος
IDX:
28466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28499
Key:
proterai=os

Data

{'content': 'προτεραῖος\n προτεραῖος, α, ον\n πρότερος\n on the day before, τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ Plat.; c. gen., τῇ πρ. ἡμέρᾳ τῆς μάχης Thuc.:—more commonly alone, τῇ προτεραίᾳ (sub. ἡμέρᾳ) , Lat. pridie, Hdt., etc.', 'key': 'proterai=os'}