Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προταμιεῖον
προταμιεύω
προταρβέω
πρότασις
προτάσσω
προτέγιον
προτείνω
προτέλειος
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτέρωσε
προτεύχω
View word page
προτεμένισμα
προτεμένισμα προ-τεμένισμα, ατος, τό, τέμενος the precincts or entrance of a τέμενος, Thuc.

ShortDef

the precincts

Debugging

Headword:
προτεμένισμα
Headword (normalized):
προτεμένισμα
Headword (normalized/stripped):
προτεμενισμα
IDX:
28462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28495
Key:
proteme/nisma

Data

{'content': 'προτεμένισμα\n προ-τεμένισμα, ατος, τό,\n τέμενος\n the precincts or entrance of a τέμενος, Thuc.', 'key': 'proteme/nisma'}