Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προταινί
προτακτέος
πρότακτος
προταμιεῖον
προταμιεύω
προταρβέω
πρότασις
προτάσσω
προτέγιον
προτείνω
προτέλειος
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενθεύω
προτένθης
προτεραῖος
προτερέω
προτέρημα
πρότερος
View word page
προτέλειος
προτέλειος προ-τέλειος, ον, τέλος before consecration:—as Subst., προ-τέλεια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice offered before any solemnity, προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of the ships, Aesch.; προτέλεια παιδός a sacrifice before her marriage, Eur. generally, a beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, Aesch.; ἐν βιότου πρ. Aesch.

ShortDef

before consecration

Debugging

Headword:
προτέλειος
Headword (normalized):
προτέλειος
Headword (normalized/stripped):
προτελειος
IDX:
28459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28492
Key:
prote/leios

Data

{'content': 'προτέλειος\n προ-τέλειος, ον,\n τέλος\n before consecration:—as Subst., προ-τέλεια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice offered before any solemnity, προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of the ships, Aesch.; προτέλεια παιδός a sacrifice before her marriage, Eur.\n generally, a beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, Aesch.; ἐν βιότου πρ. Aesch.', 'key': 'prote/leios'}