Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προτακτέος
πρότακτος
προταμιεῖον
προταμιεύω
προταρβέω
πρότασις
προτάσσω
προτέγιον
προτείνω
προτέλειος
προτελέω
προτελίζω
View word page
πρότακτος
πρότακτος πρότακτος, ον, posted in front, οἱ πρ. the van, Plut.

ShortDef

posted in front

Debugging

Headword:
πρότακτος
Headword (normalized):
πρότακτος
Headword (normalized/stripped):
προτακτος
IDX:
28451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28484
Key:
pro/taktos

Data

{'content': 'πρότακτος\n πρότακτος, ον,\n posted in front, οἱ πρ. the van, Plut.', 'key': 'pro/taktos'}