Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προτακτέος
πρότακτος
προταμιεῖον
προταμιεύω
προταρβέω
πρότασις
προτάσσω
View word page
προσωφέλησις
προσωφέλησις προσωφέλησις, εως, προσωφελέω help, aid, advantage, Soph.
ShortDef
help, aid, advantage
Debugging
Headword:
προσωφέλησις
Headword (normalized):
προσωφέλησις
Headword (normalized/stripped):
προσωφελησις
IDX:
28446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28479
Key:
proswfe/lhsis
Data
{'content': 'προσωφέλησις\n προσωφέλησις, εως,\n προσωφελέω\n help, aid, advantage, Soph.', 'key': 'proswfe/lhsis'}