Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προτακτέος
πρότακτος
προταμιεῖον
προταμιεύω
προταρβέω
πρότασις
View word page
προσωφέλημα
προσωφέλημα from προσωφελέω προσωφέλημα, ατος, τό, help or aid in a thing, c. gen., Eur.
ShortDef
help
Debugging
Headword:
προσωφέλημα
Headword (normalized):
προσωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
προσωφελημα
IDX:
28445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28478
Key:
proswfe/lhma
Data
{'content': 'προσωφέλημα\n from προσωφελέω\n προσωφέλημα, ατος, τό,\n help or aid in a thing, c. gen., Eur.', 'key': 'proswfe/lhma'}