Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
προτακτέος
πρότακτος
προταμιεῖον
View word page
πρόσω
πρόσω πρό poet. πόρσιον, πόρσιστα, Pind. absol.: of Place, forwards, onwards, further, Hom., etc.; μὴ πόρσω φωνεῖν to speak no further, Hom.; μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pind.:—also with the Art., πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.; ἰέναι τοῦ πρ. Xen. of Distance, far off, far away, Pind.; ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς Eur. too far, Plat. of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. sub. ὀπίσω:— henceforth, hereafter, Aesch.; ὡς πόρσιστα as late as possible, Pind.; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin. c. gen.: of Place, forwards to, further into, πρ. τοῦ ποταμοῦ Xen.:—metaph., πρ. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.; πόρρω τῆς μοχθηρίας far in wickedness, Xen., etc.:— also with the Art., προβήσομαι ἐς τὸ πρ. τοῦ λόγου Hdt.; ἐς τὸ πρ. μεγάθεος τιμᾶσθαι to be honoured to a high point of greatness, i. e. very greatly, Hdt. of Distance, far from, οὐ πρ. τοῦ Ἑλλησπόντου Hdt.: metaph., πρ. δικαίων Aesch.; πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Plat.; also foll. by ἀπό, πρ. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.; ἀπὸ τοῦ τείχους Xen. of Time, πρόσω τῆς νυκτός far into the night, Hdt., Plat.; μέχρι π. τῆς ἡμέρας Xen.

ShortDef

forwards, onwards, further; far off (from)

Debugging

Headword:
πρόσω
Headword (normalized):
πρόσω
Headword (normalized/stripped):
προσω
IDX:
28442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28475
Key:
pro/sw

Data

{'content': 'πρόσω\n πρό\n poet. πόρσιον, πόρσιστα, Pind.\n absol.:\n of Place, forwards, onwards, further, Hom., etc.; μὴ πόρσω φωνεῖν to speak no further, Hom.; μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pind.:—also with the Art., πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.; ἰέναι τοῦ πρ. Xen.\n of Distance, far off, far away, Pind.; ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς Eur.\n too far, Plat.\n of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. sub. ὀπίσω:— henceforth, hereafter, Aesch.; ὡς πόρσιστα as late as possible, Pind.; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.\n c. gen.:\n of Place, forwards to, further into, πρ. τοῦ ποταμοῦ Xen.:—metaph., πρ. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.; πόρρω τῆς μοχθηρίας far in wickedness, Xen., etc.:— also with the Art., προβήσομαι ἐς τὸ πρ. τοῦ λόγου Hdt.; ἐς τὸ πρ. μεγάθεος τιμᾶσθαι to be honoured to a high point of greatness, i. e. very greatly, Hdt.\n of Distance, far from, οὐ πρ. τοῦ Ἑλλησπόντου Hdt.: metaph., πρ. δικαίων Aesch.; πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Plat.; also foll. by ἀπό, πρ. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.; ἀπὸ τοῦ τείχους Xen.\n of Time, πρόσω τῆς νυκτός far into the night, Hdt., Plat.; μέχρι π. τῆς ἡμέρας Xen.', 'key': 'pro/sw'}