προσωπολήπτης
προσωπολήπτης
προσωπο-λήπτης, ου, ὁ,
λαμβάνω
a respecter of persons, NTest.
{
"content": "προσωπολήπτης\n προσωπο-λήπτης, ου, ὁ,\n λαμβάνω\n a respecter of persons, NTest.",
"key": "proswpolh/pths"
}