Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
πρόταγμα
προταινί
View word page
προσωπολήπτης
προσωπολήπτης προσωπο-λήπτης, ου, ὁ, λαμβάνω a respecter of persons, NTest.
ShortDef
a respecter of persons
Debugging
Headword:
προσωπολήπτης
Headword (normalized):
προσωπολήπτης
Headword (normalized/stripped):
προσωποληπτης
IDX:
28439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28472
Key:
proswpolh/pths
Data
{'content': 'προσωπολήπτης\n προσωπο-λήπτης, ου, ὁ,\n λαμβάνω\n a respecter of persons, NTest.', 'key': 'proswpolh/pths'}