Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
προσωφελητέος
View word page
προσωπεῖον
προσωπεῖον προσωπεῖον, ου, τό, πρόσωπον a mask, Luc.
ShortDef
a mask
Debugging
Headword:
προσωπεῖον
Headword (normalized):
προσωπεῖον
Headword (normalized/stripped):
προσωπειον
IDX:
28437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28470
Key:
proswpei=on
Data
{'content': 'προσωπεῖον\n προσωπεῖον, ου, τό,\n πρόσωπον\n a mask, Luc.', 'key': 'proswpei=on'}