Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
πρόσωπον
πρόσω
προσωτέρω
προσωφελέω
View word page
προσῳδός
προσῳδός προσ-ῳδός, όν ᾠδή in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.

ShortDef

in accord, in tune, harmonious

Debugging

Headword:
προσῳδός
Headword (normalized):
προσῳδός
Headword (normalized/stripped):
προσωδος
IDX:
28434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28467
Key:
prosw|do/s

Data

{'content': 'προσῳδός\n προσ-ῳδός, όν\n ᾠδή\n in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.', 'key': 'prosw|do/s'}