Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσχισμα
προσχρῄζω
προσχρίμπτω
πρόσχυσις
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
προσωποληψία
View word page
προσψαύω
προσψαύω Doric ποτι fut. σω to touch upon, touch, τινί Pind.; absol., Soph.
ShortDef
to touch upon, touch
Debugging
Headword:
προσψαύω
Headword (normalized):
προσψαύω
Headword (normalized/stripped):
προσψαυω
IDX:
28430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28463
Key:
prosyau/w
Data
{'content': 'προσψαύω\n Doric ποτι\n fut. σω\n to touch upon, touch, τινί Pind.; absol., Soph.', 'key': 'prosyau/w'}