Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσχημα
πρόσχισμα
προσχρῄζω
προσχρίμπτω
πρόσχυσις
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
προσωπολήπτης
View word page
πρόσχωσις
πρόσχωσις πρόσχωσις, εως, = πρόσχωμα, Thuc. a bank or mound raised against a place, Thuc.

ShortDef

a bank

Debugging

Headword:
πρόσχωσις
Headword (normalized):
πρόσχωσις
Headword (normalized/stripped):
προσχωσις
IDX:
28429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28462
Key:
pro/sxwsis

Data

{'content': 'πρόσχωσις\n πρόσχωσις, εως,\n = πρόσχωμα, Thuc.\n a bank or mound raised against a place, Thuc.', 'key': 'pro/sxwsis'}