Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσχέω
πρόσχημα
πρόσχισμα
προσχρῄζω
προσχρίμπτω
πρόσχυσις
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
προσῳδία
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνυμία
προσωπεῖον
προσωποληπτέω
View word page
πρόσχωρος
πρόσχωρος πρόσ-χωρος, ον, χώρα lying near, neighbouring, Aesch., Soph. as Subst., a neighbour, Hdt.
ShortDef
lying near, neighbouring
Debugging
Headword:
πρόσχωρος
Headword (normalized):
πρόσχωρος
Headword (normalized/stripped):
προσχωρος
IDX:
28428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28461
Key:
pro/sxwros
Data
{'content': 'πρόσχωρος\n πρόσ-χωρος, ον,\n χώρα\n lying near, neighbouring, Aesch., Soph.\n as Subst., a neighbour, Hdt.', 'key': 'pro/sxwros'}