Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσφώνημα
προσφώνησις
προσχαίρω
προσχαρίζομαι
προσχάσκω
προσχεθεῖν
προσχέω
πρόσχημα
πρόσχισμα
προσχρῄζω
προσχρίμπτω
πρόσχυσις
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
προσψύχω
View word page
προσχρίμπτω
προσχρίμπτω Doric ποτι fut. ψω to come near, Aesch.
ShortDef
to come near
Debugging
Headword:
προσχρίμπτω
Headword (normalized):
προσχρίμπτω
Headword (normalized/stripped):
προσχριμπτω
IDX:
28422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28455
Key:
prosxri/mptw
Data
{'content': 'προσχρίμπτω\n Doric ποτι\n fut. ψω\n to come near, Aesch.', 'key': 'prosxri/mptw'}