Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσφωνέω
προσφωνήεις
προσφώνημα
προσφώνησις
προσχαίρω
προσχαρίζομαι
προσχάσκω
προσχεθεῖν
προσχέω
πρόσχημα
πρόσχισμα
προσχρῄζω
προσχρίμπτω
πρόσχυσις
πρόσχωμα
προσχώννυμι
προσχωρέω
προσχώρησις
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
View word page
πρόσχισμα
πρόσχισμα πρό-σχισμα, ατος, τό, the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.

ShortDef

the forepart

Debugging

Headword:
πρόσχισμα
Headword (normalized):
πρόσχισμα
Headword (normalized/stripped):
προσχισμα
IDX:
28420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28453
Key:
pro/sxisma

Data

{'content': 'πρόσχισμα\n πρό-σχισμα, ατος, τό,\n the forepart of the shoe, from its being slit, Arist.', 'key': 'pro/sxisma'}