Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθεμώδης
ἀνθερεών
ἀνθέριξ
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
ἀνθεσφόρος
ἀνθέω
ἄνθη
ἀνθηρός
ἀνθησσάομαι
ἀνθίζω
ἄνθινος
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθίστημι
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
View word page
ἀνθησσάομαι
ἀνθησσάομαι Pass. to give way in turn, τινί Thuc.
ShortDef
to give way in turn
Debugging
Headword:
ἀνθησσάομαι
Headword (normalized):
ἀνθησσάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανθησσαομαι
IDX:
2843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2844
Key:
a)nqhssa/omai
Data
{'content': 'ἀνθησσάομαι\n Pass. to give way in turn, τινί Thuc.', 'key': 'a)nqhssa/omai'}