Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλής
προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
προσφιλοσοφέω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
πρόσφορος
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
προσφώνημα
View word page
προσφιλοσοφέω
προσφιλοσοφέω fut. ήσω to speculate further upon, τινί Luc. to philosophise with another, c. dat. pers., Luc.
ShortDef
to speculate further upon
Debugging
Headword:
προσφιλοσοφέω
Headword (normalized):
προσφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
προσφιλοσοφεω
IDX:
28402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28435
Key:
prosfilosofe/w
Data
{'content': 'προσφιλοσοφέω\n fut. ήσω\n to speculate further upon, τινί Luc.\n to philosophise with another, c. dat. pers., Luc.', 'key': 'prosfilosofe/w'}