Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσφευκτέος
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλής
προσφιλοκαλέω
προσφιλονεικέω
προσφιλοσοφέω
προσφοιτάω
προσφορά
προσφορέω
προσφόρημα
πρόσφορος
προσφυής
προσφύω
προσφωνέω
προσφωνήεις
View word page
προσφιλονεικέω
προσφιλονεικέω fut. ήσω to vie with another in anything, τινι πρός τι Polyb.
ShortDef
to vie with
Debugging
Headword:
προσφιλονεικέω
Headword (normalized):
προσφιλονεικέω
Headword (normalized/stripped):
προσφιλονεικεω
IDX:
28401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28434
Key:
prosfiloneike/w
Data
{'content': 'προσφιλονεικέω\n fut. ήσω\n to vie with another in anything, τινι πρός τι Polyb.', 'key': 'prosfiloneike/w'}