Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
View word page
ἀγρόθεν
ἀγρόθεν ἀγρός from the country, Od., Eur., etc.
ShortDef
from the country
Debugging
Headword:
ἀγρόθεν
Headword (normalized):
ἀγρόθεν
Headword (normalized/stripped):
αγροθεν
IDX:
284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n284
Key:
a)gro/qen
Data
{'content': 'ἀγρόθεν\n ἀγρός\n from the country, Od., Eur., etc.', 'key': 'a)gro/qen'}