Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
προστίθημι
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστραγῳδέω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
προστρίβω
πρόστριμμα
View word page
προστήκομαι
προστήκομαι fut. -τήξομαι perf. προστέτηκα to stick fast to, cling to, προστακέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Hercules, Soph.; and he is said to be ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, Soph.

ShortDef

to stick fast to, cling to

Debugging

Headword:
προστήκομαι
Headword (normalized):
προστήκομαι
Headword (normalized/stripped):
προστηκομαι
IDX:
28361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28394
Key:
prosth/komai

Data

{'content': 'προστήκομαι\n fut. -τήξομαι\n perf. προστέτηκα\n to stick fast to, cling to, προστακέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Hercules, Soph.; and he is said to be ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, Soph.', 'key': 'prosth/komai'}