Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
προστίθημι
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστραγῳδέω
προστρέπω
προστρέφω
προστρέχω
View word page
προστέρπω
προστέρπω Doric ποτι-τέρπω fut. ψω to delight or please besides, Il.

ShortDef

to delight

Debugging

Headword:
προστέρπω
Headword (normalized):
προστέρπω
Headword (normalized/stripped):
προστερπω
IDX:
28359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28392
Key:
proste/rpw

Data

{'content': 'προστέρπω\n Doric ποτι-τέρπω\n fut. ψω\n to delight or please besides, Il.', 'key': 'proste/rpw'}