Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
προστίθημι
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
προστραγῳδέω
προστρέπω
προστρέφω
View word page
πρόστερνος
πρόστερνος πρό-στερνος, ον, στέρνον before or on the breast, Aesch.
ShortDef
before
Debugging
Headword:
πρόστερνος
Headword (normalized):
πρόστερνος
Headword (normalized/stripped):
προστερνος
IDX:
28358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28391
Key:
pro/sternos
Data
{'content': 'πρόστερνος\n πρό-στερνος, ον,\n στέρνον\n before or on the breast, Aesch.', 'key': 'pro/sternos'}