Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
προστίθημι
προστιλάω
προστιμάω
προστίμημα
View word page
προστέλλω
προστέλλω fut. -στελῶ to guard or cover in front, Thuc.:—Mid., προστέλλεσθαί τινα to send armed into the field, Aesch.:—Pass., προὐστάλης ὁδόν wast equipt for, didst undertake, a journey, Soph.

ShortDef

to guard

Debugging

Headword:
προστέλλω
Headword (normalized):
προστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προστελλω
IDX:
28355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28388
Key:
proste/llw

Data

{'content': 'προστέλλω\n fut. -στελῶ\n to guard or cover in front, Thuc.:—Mid., προστέλλεσθαί τινα to send armed into the field, Aesch.:—Pass., προὐστάλης ὁδόν wast equipt for, didst undertake, a journey, Soph.', 'key': 'proste/llw'}