Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
προστίθημι
προστιλάω
View word page
προστεκταίνομαι
προστεκταίνομαι Mid. to add of oneself, Plut.
ShortDef
to add of oneself
Debugging
Headword:
προστεκταίνομαι
Headword (normalized):
προστεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προστεκταινομαι
IDX:
28353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28386
Key:
prostektai/nomai
Data
{'content': 'προστεκταίνομαι\n Mid. to add of oneself, Plut.', 'key': 'prostektai/nomai'}