Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
προστεχνάομαι
προστήκομαι
View word page
προσταυρόω
προσταυρόω fut. ώσω to draw a stockade in front of or along, τὴν θάλασσαν Thuc.
ShortDef
to draw a stockade in front of
Debugging
Headword:
προσταυρόω
Headword (normalized):
προσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσταυροω
IDX:
28351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28384
Key:
prostauro/w
Data
{'content': 'προσταυρόω\n fut. ώσω\n to draw a stockade in front of or along, τὴν θάλασσαν Thuc.', 'key': 'prostauro/w'}