Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστέρπω
View word page
προστατικός
προστατικός προστᾰτικός, ή, όν of or for a προστάτης (signf. II) Plat. of or for rank or honour, Polyb.
ShortDef
of or for a προστάτης, leader; magnificent; ready to protect
Debugging
Headword:
προστατικός
Headword (normalized):
προστατικός
Headword (normalized/stripped):
προστατικος
IDX:
28349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28382
Key:
prostatiko/s
Data
{'content': 'προστατικός\n προστᾰτικός, ή, όν\n of or for a προστάτης (signf. II) Plat.\n of or for rank or honour, Polyb.', 'key': 'prostatiko/s'}