Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
View word page
προστατέω
προστατέω fut. ήσω προστάτης to stand before, be ruler over, domineer over, χθονός, δωμάτων Eur.; πρ. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, Xen.; absol., ὁ προστατῶν he that acts as chief, Xen. to stand before as a defender, to be guardian or protector of, πυλῶν Aesch.; Ἀργείων Eur. ὁ προστατῶν χρόνος the time thatʼs close at hand, Soph.

ShortDef

to stand before, be ruler over, domineer over

Debugging

Headword:
προστατέω
Headword (normalized):
προστατέω
Headword (normalized/stripped):
προστατεω
IDX:
28346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28379
Key:
prostate/w

Data

{'content': 'προστατέω\n fut. ήσω\n προστάτης\n to stand before, be ruler over, domineer over, χθονός, δωμάτων Eur.; πρ. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, Xen.; absol., ὁ προστατῶν he that acts as chief, Xen.\n to stand before as a defender, to be guardian or protector of, πυλῶν Aesch.; Ἀργείων Eur.\n ὁ προστατῶν χρόνος the time thatʼs close at hand, Soph.', 'key': 'prostate/w'}