Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάτις
προσταυρόω
προστειχίζω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
View word page
προστατεύω
προστατεύω = προστατέω to be leader or ruler of, c. gen., Xen.; absol. to exercise authority, Xen. πρ. ὅπως . . , to provide or take care that . . , Xen.

ShortDef

to be leader

Debugging

Headword:
προστατεύω
Headword (normalized):
προστατεύω
Headword (normalized/stripped):
προστατευω
IDX:
28345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28378
Key:
prostateu/w

Data

{'content': 'προστατεύω\n = προστατέω\n to be leader or ruler of, c. gen., Xen.; absol. to exercise authority, Xen.\n πρ. ὅπως . . , to provide or take care that . . , Xen.', 'key': 'prostateu/w'}