Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
View word page
προσταλαιπωρέω
προσταλαιπωρέω fut. ήσω to persist or persevere still further in a thing, c. dat., Thuc.

ShortDef

to persist

Debugging

Headword:
προσταλαιπωρέω
Headword (normalized):
προσταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσταλαιπωρεω
IDX:
28339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28372
Key:
prostalaipwre/w

Data

{'content': 'προσταλαιπωρέω\n fut. ήσω\n to persist or persevere still further in a thing, c. dat., Thuc.', 'key': 'prostalaipwre/w'}