Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
View word page
προστακτός
προστακτός προσ-τακτός, ή, όν προστάσσω ordained, ordinary, Decr. ap. Dem.

ShortDef

ordained, ordinary

Debugging

Headword:
προστακτός
Headword (normalized):
προστακτός
Headword (normalized/stripped):
προστακτος
IDX:
28338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28371
Key:
prostakto/s

Data

{'content': 'προστακτός\n προσ-τακτός, ή, όν\n προστάσσω\n ordained, ordinary, Decr. ap. Dem.', 'key': 'prostakto/s'}