Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
View word page
προστακτικός
προστακτικός προσ-τακτικός, ή, όν προστακτός of or for commanding, imperative, Plut.
ShortDef
of or for commanding, imperative, imperious
Debugging
Headword:
προστακτικός
Headword (normalized):
προστακτικός
Headword (normalized/stripped):
προστακτικος
IDX:
28337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28370
Key:
prostaktiko/s
Data
{'content': 'προστακτικός\n προσ-τακτικός, ή, όν\n προστακτός\n of or for commanding, imperative, Plut.', 'key': 'prostaktiko/s'}