προστακτέος
προστακτέος
προσ-τακτέος, ον,
verb. adj. of προστάσσω
one must order, Plat.
{ "content": "προστακτέος\n προσ-τακτέος, ον,\n verb. adj. of προστάσσω\n one must order, Plat.", "key": "prostakte/os" }