Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
προστατέω
View word page
προστακτέος
προστακτέος προσ-τακτέος, ον, verb. adj. of προστάσσω one must order, Plat.

ShortDef

one must order

Debugging

Headword:
προστακτέος
Headword (normalized):
προστακτέος
Headword (normalized/stripped):
προστακτεος
IDX:
28336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28369
Key:
prostakte/os

Data

{'content': 'προστακτέος\n προσ-τακτέος, ον,\n verb. adj. of προστάσσω\n one must order, Plat.', 'key': 'prostakte/os'}