Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
προστάσσω
προστατεία
προστατεύω
View word page
πρόσταγμα
πρόσταγμα πρόσταγμα, ατος, τό, προστάσσω an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.

ShortDef

an ordinance, command

Debugging

Headword:
πρόσταγμα
Headword (normalized):
πρόσταγμα
Headword (normalized/stripped):
προσταγμα
IDX:
28335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28368
Key:
pro/stagma

Data

{'content': 'πρόσταγμα\n πρόσταγμα, ατος, τό,\n προστάσσω\n an ordinance, command, Plat., etc.; ἐκ προστάγματος Dem.', 'key': 'pro/stagma'}