Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
πρόστασις
View word page
προσσυνοικέω
προσσυνοικέω fut. ήσω to settle with others in a place, join with others in a settlement, c. dat. pers., Thuc.

ShortDef

to settle with

Debugging

Headword:
προσσυνοικέω
Headword (normalized):
προσσυνοικέω
Headword (normalized/stripped):
προσσυνοικεω
IDX:
28332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28365
Key:
prossunoike/w

Data

{'content': 'προσσυνοικέω\n fut. ήσω\n to settle with others in a place, join with others in a settlement, c. dat. pers., Thuc.', 'key': 'prossunoike/w'}