Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
προστακτικός
προστακτός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασία
View word page
προσσυμβάλλομαι
προσσυμβάλλομαι Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.
ShortDef
to contribute to besides
Debugging
Headword:
προσσυμβάλλομαι
Headword (normalized):
προσσυμβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσσυμβαλλομαι
IDX:
28331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28364
Key:
prossumba/llomai
Data
{'content': 'προσσυμβάλλομαι\n Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.', 'key': 'prossumba/llomai'}