Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
προσρίπτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
προστακτέος
View word page
προσσταυρόω
προσσταυρόω fut. ώσω to draw a stockade along or before a place, c. acc., Thuc.

ShortDef

to draw a stockade along

Debugging

Headword:
προσσταυρόω
Headword (normalized):
προσσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσσταυροω
IDX:
28326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28359
Key:
prosstauro/w

Data

{'content': 'προσσταυρόω\n fut. ώσω\n to draw a stockade along or before a place, c. acc., Thuc.', 'key': 'prosstauro/w'}