Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
προσρίπτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
προσσυμβάλλομαι
προσσυνοικέω
προσσφάζω
προσσωρεύω
πρόσταγμα
View word page
προσστάζω
προσστάζω Doric ποτι-στ fut. ξω to drop on, shed over, Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Pind.
ShortDef
to drop on, shed over
Debugging
Headword:
προσστάζω
Headword (normalized):
προσστάζω
Headword (normalized/stripped):
προσσταζω
IDX:
28325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28358
Key:
prossta/zw
Data
{'content': 'προσστάζω\n Doric ποτι-στ\n fut. ξω\n to drop on, shed over, Pind.; πραῢν ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Pind.', 'key': 'prossta/zw'}