Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
προσράπτω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
προσρίπτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσοτέρω
προσστάζω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυκοφαντέω
View word page
προσσαίνω
προσσαίνω Doric ποτι-σαίνω aor1 -έσηνα to fawn upon, properly of dogs; metaph., φῶτα προσσαίνειν κακόν Aesch. of things, to please, like Lat. arridere, τινά Aesch., Eur.

ShortDef

to fawn upon

Debugging

Headword:
προσσαίνω
Headword (normalized):
προσσαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσσαινω
IDX:
28320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28353
Key:
prossai/nw

Data

{'content': 'προσσαίνω\n Doric ποτι-σαίνω\n aor1 -έσηνα\n to fawn upon, properly of dogs; metaph., φῶτα προσσαίνειν κακόν Aesch.\n of things, to please, like Lat. arridere, τινά Aesch., Eur.', 'key': 'prossai/nw'}