Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
προσράπτω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
View word page
πρόσπτυγμα
πρόσπτυγμα πρόσ-πτυγμα, ατος, τό, the object of embraces, Eur. from προσπτύσσω

ShortDef

the object of embraces

Debugging

Headword:
πρόσπτυγμα
Headword (normalized):
πρόσπτυγμα
Headword (normalized/stripped):
προσπτυγμα
IDX:
28308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28341
Key:
pro/sptugma

Data

{'content': 'πρόσπτυγμα\n πρόσ-πτυγμα, ατος, τό,\n the object of embraces, Eur.\n from προσπτύσσω', 'key': 'pro/sptugma'}