Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
προσράπτω
προσρέω
προσρήγνυμι
πρόσρημα
πρόσρησις
View word page
προσπτήσσω
προσπτήσσω fut. ξω to crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτυῖαι (Epic perf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands, verging towards the harbour, i. e. shutting it in, Od.

ShortDef

to crouch

Debugging

Headword:
προσπτήσσω
Headword (normalized):
προσπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπτησσω
IDX:
28307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28340
Key:
prospth/ssw

Data

{'content': 'προσπτήσσω\n fut. ξω\n to crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτυῖαι (Epic perf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands, verging towards the harbour, i. e. shutting it in, Od.', 'key': 'prospth/ssw'}