Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
προσράπτω
προσρέω
View word page
προσπορπατός
προσπορπατός προσ-πορπᾱτός, ή, όν πορπάω fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.
ShortDef
fastened on or to with a πόρπη
Debugging
Headword:
προσπορπατός
Headword (normalized):
προσπορπατός
Headword (normalized/stripped):
προσπορπατος
IDX:
28304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28337
Key:
prosporpato/s
Data
{'content': 'προσπορπατός\n προσ-πορπᾱτός, ή, όν\n πορπάω\n fastened on with a πόρπη, pinned down, Aesch.', 'key': 'prosporpato/s'}