Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
προσράπτω
View word page
προσπορίζω
προσπορίζω fut. Attic ιῶ to procure or supply besides, Xen., Dem.
ShortDef
to procure
Debugging
Headword:
προσπορίζω
Headword (normalized):
προσπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσποριζω
IDX:
28303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28336
Key:
prospori/zw
Data
{'content': 'προσπορίζω\n fut. Attic ιῶ\n to procure or supply besides, Xen., Dem.', 'key': 'prospori/zw'}