Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
προσραπτέος
View word page
πρόσπολος
πρόσπολος πρόσ-πολος, ὁ, πολέω a servant, Soph., Eur.; a ministering priest, Trag.; πρ. φόνου minister of death, Aesch. fem. a handmaid, Soph.
ShortDef
a servant
Debugging
Headword:
πρόσπολος
Headword (normalized):
πρόσπολος
Headword (normalized/stripped):
προσπολος
IDX:
28302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28335
Key:
pro/spolos
Data
{'content': 'πρόσπολος\n πρόσ-πολος, ὁ,\n πολέω\n a servant, Soph., Eur.; a ministering priest, Trag.; πρ. φόνου minister of death, Aesch.\n fem. a handmaid, Soph.', 'key': 'pro/spolos'}