Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
προσπτύω
προσραίνω
View word page
προσπολέω
προσπολέω fut. ήσω πρόσπολος to attend, serve, τινί Eur. Pass. to be escorted by a train of attendants, Soph.
ShortDef
to attend, serve
Debugging
Headword:
προσπολέω
Headword (normalized):
προσπολέω
Headword (normalized/stripped):
προσπολεω
IDX:
28301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28334
Key:
prospole/w
Data
{'content': 'προσπολέω\n fut. ήσω\n πρόσπολος\n to attend, serve, τινί Eur.\n Pass. to be escorted by a train of attendants, Soph.', 'key': 'prospole/w'}