Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσω
View word page
προσπολεμέω
προσπολεμέω fut. ήσω to carry on war against, be at war with another, Thuc., Xen.
ShortDef
to carry on war against, be at war with another
Debugging
Headword:
προσπολεμέω
Headword (normalized):
προσπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
προσπολεμεω
IDX:
28299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28332
Key:
prospoleme/w
Data
{'content': 'προσπολεμέω\n fut. ήσω\n to carry on war against, be at war with another, Thuc., Xen.', 'key': 'prospoleme/w'}